- προφαίνω
- ΜΑ [φαίνω]φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί.β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.)αρχ.1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.)2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον επιφανή («Αἴγιναν προφαίνεν», Πίνδ.)3. (σχετικά με βραβεία) παρουσιάζω ενώπιον τού κοινού, προσφέρω («ἆθλα προύφαινε τοῑς ταξιάρχοις», Ξεν.)4. (για χρησμούς και αποκαλύψεις) προδηλώνω, αποκαλύπτω από πριν (α. «μοῑρα προφαίνει δολίαν καὶ μεγάλην ἄταν», Σοφ., β. «ὁ θεὸς προφαίνει πολλὰ κἀγαθά», Ξεν.)5. εκπέμπω φως, φωτίζω («οὐδὲ σελήνη οὐρανόθεν προύφαινε», Ομ. Οδ.)6. (για λύχνο ή για δαδούχο) φέγγω, φωτίζω τον δρόμο κάποιου (α. «λύχνου προφαίνοντος», Πλούτ.θ. «ὁ προφαίνων ἐπιστὰς τῷ Δομιτίῳ πληγείς... ἀπέθανε», Κάτ. Νεώτ.)7. παθ. προφαίνομαια) φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι στην ψυχή («πολλὰ γέ μοι προφαίνεται τοιαῡτα πρὸ τῆς ψυχῆς», Πλάτ.)β) (για ήχο) ακούγομαι καθαρά («προυφάνη κτύπος», Σοφ.)γ) διακηρύσσω, φανερώνω προηγουμένως («ὁ νῡν προφαινόμενος λόγος», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.